αποπειρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποπειρατικός | η | αποπειρατική | το | αποπειρατικό |
| γενική | του | αποπειρατικού | της | αποπειρατικής | του | αποπειρατικού |
| αιτιατική | τον | αποπειρατικό | την | αποπειρατική | το | αποπειρατικό |
| κλητική | αποπειρατικέ | αποπειρατική | αποπειρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποπειρατικοί | οι | αποπειρατικές | τα | αποπειρατικά |
| γενική | των | αποπειρατικών | των | αποπειρατικών | των | αποπειρατικών |
| αιτιατική | τους | αποπειρατικούς | τις | αποπειρατικές | τα | αποπειρατικά |
| κλητική | αποπειρατικοί | αποπειρατικές | αποπειρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποπειρατικός < απόπειρα + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conatif)
Πολυλεκτικοί όροι
- αποπειρατικός ενεστώτας: (γραμματική) ο ενεστώτα που δηλώνει την απόπειρα, την προσπάθεια του υποκειμένου ενός ρήματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.