Anschlag
Γερμανικά (de)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
Anschlag (de) αρσενικό
- αγγελία
- αφίσα, πόστερ
- προϋπολογισμός, προσφορά (προτού ζητήσουμε να κάνουμε κάποια έργα)
- τρομοκρατική απόπειρα
- χτύπημα (σε πιάνο, πληκτρολόγιο...)
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.