Anschlag

Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

Anschlag (de) αρσενικό

  1. αγγελία
  2. αφίσα, πόστερ
  3. προϋπολογισμός, προσφορά (προτού ζητήσουμε να κάνουμε κάποια έργα)
  4. τρομοκρατική απόπειρα
  5. χτύπημα (σε πιάνο, πληκτρολόγιο...)

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.