χειροπιαστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειροπιαστός η χειροπιαστή το χειροπιαστό
      γενική του χειροπιαστού της χειροπιαστής του χειροπιαστού
    αιτιατική τον χειροπιαστό τη χειροπιαστή το χειροπιαστό
     κλητική χειροπιαστέ χειροπιαστή χειροπιαστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειροπιαστοί οι χειροπιαστές τα χειροπιαστά
      γενική των χειροπιαστών των χειροπιαστών των χειροπιαστών
    αιτιατική τους χειροπιαστούς τις χειροπιαστές τα χειροπιαστά
     κλητική χειροπιαστοί χειροπιαστές χειροπιαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χειροπιαστός < χειρο- + -πιασ- (< έ-πιασ-α, αόριστος του πιάνω) + -τός

Προφορά

ΔΦΑ : /çi.ɾo.pçaˈstos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /çi.ɾo.pçaˈsti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /çi.ɾo.pçaˈsto/ ουδέτερο

Επίθετο

χειροπιαστός, -ή, -ό

  1. που κάποιος μπορεί να τον πιάσει με τα χέρια του
  2. (μεταφορικά) που είναι τόσο αληθινός, ώστε δεν μπορεί να αμφισβητηθεί
     συνώνυμα: αναμφισβήτητος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.