χειροπιαστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χειροπιαστός | η | χειροπιαστή | το | χειροπιαστό |
| γενική | του | χειροπιαστού | της | χειροπιαστής | του | χειροπιαστού |
| αιτιατική | τον | χειροπιαστό | τη | χειροπιαστή | το | χειροπιαστό |
| κλητική | χειροπιαστέ | χειροπιαστή | χειροπιαστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χειροπιαστοί | οι | χειροπιαστές | τα | χειροπιαστά |
| γενική | των | χειροπιαστών | των | χειροπιαστών | των | χειροπιαστών |
| αιτιατική | τους | χειροπιαστούς | τις | χειροπιαστές | τα | χειροπιαστά |
| κλητική | χειροπιαστοί | χειροπιαστές | χειροπιαστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
χειροπιαστός, -ή, -ό
- που κάποιος μπορεί να τον πιάσει με τα χέρια του
- (μεταφορικά) που είναι τόσο αληθινός, ώστε δεν μπορεί να αμφισβητηθεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.