άπτομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άπτομαι < ἅπτομαι (στο πολυτονικό) < αρχαία ελληνική ἅπτομαι < παθητική φωνή του ρήματος ἅπτω

Ρήμα

άπτομαι

η τοποθέτησή σας δεν άπτεται του θέματος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.