αμερόληπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμερόληπτος | η | αμερόληπτη | το | αμερόληπτο |
| γενική | του | αμερόληπτου | της | αμερόληπτης | του | αμερόληπτου |
| αιτιατική | τον | αμερόληπτο | την | αμερόληπτη | το | αμερόληπτο |
| κλητική | αμερόληπτε | αμερόληπτη | αμερόληπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμερόληπτοι | οι | αμερόληπτες | τα | αμερόληπτα |
| γενική | των | αμερόληπτων | των | αμερόληπτων | των | αμερόληπτων |
| αιτιατική | τους | αμερόληπτους | τις | αμερόληπτες | τα | αμερόληπτα |
| κλητική | αμερόληπτοι | αμερόληπτες | αμερόληπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αμερόληπτος, -η, -ο
- που δεν μεροληπτεί όταν πρόκειται να πάρει κάποια απόφαση που αφορά σε δύο αντιπάλους, διαδίκους κλπ
- οι δύο πλευρές αναζητούν έναν αμερόληπτο επιδιαιτητή
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.