ξεφορτώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεφορτώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ξεφορτώνω, παθ. φωνή ξεφορτώνομαι, παθ. μτχ: ξεφορτωμένος

  1. (μεταβατικό) βγάζω από κάποιο μεταφορικό μέσο το φορτίο του
    ευτυχώς που με βοήθησε και ξεφορτώσαμε γρήγορα το αμάξι γιατί δεν θα προλάβαινα να πάω έγκαιρα στη δουλειά
  2. (μεταβατικό) απαλλάσσω κάποιον, μερικά ή συνολικά, από το υλικό φορτίο που κουβαλάει
  3. (αμετάβατο) απαλλάσσομαι από κάτι που με ενοχλεί, που το θεωρώ βάρος υλικό ή ψυχικό
    προσπαθούσα τρεις βδομάδες να ξεφορτωθώ από αυτές τις μετοχές
    είχα ξεφορτωθεί το δύο καρό στην προηγούμενη γύρα

Κλίση

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη ξεφορτώνομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.