ξεμπαρκάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεμπαρκάρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ξεμπαρκάρω
- (μεταβατικό) αποβιβάζω, βγάζω (ανθρώπους ή εμπορεύματα) από ένα πλοίο
- (αμετάβατο) αποβιβάζομαι, κατεβαίνω από πλοίο στη στεριά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.