αποβιβάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αποβιβάζομαι, π.αόρ.: αποβιβάστηκα, μτχ.π.π.: αποβιβασμένος
- παθητική φωνή του ρήματος αποβιβάζω
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.