ρηχός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρηχός η ρηχή
& ρηχιά
το ρηχό
      γενική του ρηχού της ρηχής
& ρηχιάς
του ρηχού
    αιτιατική τον ρηχό τη ρηχή
& ρηχιά
το ρηχό
     κλητική ρηχέ ρηχή
& ρηχιά
ρηχό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρηχοί οι ρηχές τα ρηχά
      γενική των ρηχών των ρηχών των ρηχών
    αιτιατική τους ρηχούς τις ρηχές τα ρηχά
     κλητική ρηχοί ρηχές ρηχά
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρηχός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῥηχός, ιωνικός τύπος «ἡ ῥηχός» (αγκαθωτός θάμνος ή πλεχρός φράχτης που χρησιμοποιούσαν στο ψάρεμα) <  δείτε και τη λέξη ῥάχις[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾiˈxos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρηχός

Επίθετο

ρηχός

  1. (για υδάτινη έκταση) με μικρό βάθος
  2. (για δοχεία, σκεύη) με μικρό βάθος αναλογικά με τη διάμετρό τους
  3. (μεταφορικά)
    1. (για συναισθήματα, για έργα τέχνης) χωρίς ένταση και βάθος
       δείτε και τη λέξη επιφανειακός
    2. (για χαρακτήρες) χωρίς πνευματικές αναζητήσεις και βάθος σκέψης
       συνώνυμα: επιπόλαιος  δείτε και τη λέξη μονοδιάστατος

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • ρηχά (ουδέτερο, πληθυνικός)
  • ρηχαίνω
  • ρηχία (θηλυκό)
  • ρηχότητα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ρηχός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.