naïf
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- naïf < λατινική nativus
Προφορά
- ⓘ
Επίθετο
naïf (fr) αρσενικό (θηλυκό: naïve) Α.
- (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) που γεννήθηκε ή που κατάγεται από...
- (παρωχημένο) που απεικονίζει κάτι ακριβώς όπως είναι
- Peinture naïve. Αφελής, ναΐφ ζωγραφική.
- (σύγχρονη χρήση) που είναι φυσικός, χωρίς τεχνάσματα
Β. για πρόσωπα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.