υπεραπλουστευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπεραπλουστευμένος | η | υπεραπλουστευμένη | το | υπεραπλουστευμένο |
| γενική | του | υπεραπλουστευμένου | της | υπεραπλουστευμένης | του | υπεραπλουστευμένου |
| αιτιατική | τον | υπεραπλουστευμένο | την | υπεραπλουστευμένη | το | υπεραπλουστευμένο |
| κλητική | υπεραπλουστευμένε | υπεραπλουστευμένη | υπεραπλουστευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπεραπλουστευμένοι | οι | υπεραπλουστευμένες | τα | υπεραπλουστευμένα |
| γενική | των | υπεραπλουστευμένων | των | υπεραπλουστευμένων | των | υπεραπλουστευμένων |
| αιτιατική | τους | υπεραπλουστευμένους | τις | υπεραπλουστευμένες | τα | υπεραπλουστευμένα |
| κλητική | υπεραπλουστευμένοι | υπεραπλουστευμένες | υπεραπλουστευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπεραπλουστευμένος < υπεραπλουστεύω + -μένος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις υπεραπλουστεύω και απλός
Μεταφράσεις
υπεραπλουστευμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.