απεγνωσμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απεγνωσμένος η απεγνωσμένη το απεγνωσμένο
      γενική του απεγνωσμένου της απεγνωσμένης του απεγνωσμένου
    αιτιατική τον απεγνωσμένο την απεγνωσμένη το απεγνωσμένο
     κλητική απεγνωσμένε απεγνωσμένη απεγνωσμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απεγνωσμένοι οι απεγνωσμένες τα απεγνωσμένα
      γενική των απεγνωσμένων των απεγνωσμένων των απεγνωσμένων
    αιτιατική τους απεγνωσμένους τις απεγνωσμένες τα απεγνωσμένα
     κλητική απεγνωσμένοι απεγνωσμένες απεγνωσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απεγνωσμένος < αρχαία ελληνική ἀπεγνωσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀπογιγνώσκω < ἀπό + γιγνώσκω

Μετοχή

απεγνωσμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.