ἀπεγνωσμένος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀπεγνωσμένος ἀπεγνωσμένη τὸ ἀπεγνωσμένον
      γενική τοῦ ἀπεγνωσμένου τῆς ἀπεγνωσμένης τοῦ ἀπεγνωσμένου
      δοτική τῷ ἀπεγνωσμέν τῇ ἀπεγνωσμέν τῷ ἀπεγνωσμέν
    αιτιατική τὸν ἀπεγνωσμένον τὴν ἀπεγνωσμένην τὸ ἀπεγνωσμένον
     κλητική ! ἀπεγνωσμένε ἀπεγνωσμένη ἀπεγνωσμένον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀπεγνωσμένοι αἱ ἀπεγνωσμέναι τὰ ἀπεγνωσμέν
      γενική τῶν ἀπεγνωσμένων τῶν ἀπεγνωσμένων τῶν ἀπεγνωσμένων
      δοτική τοῖς ἀπεγνωσμένοις ταῖς ἀπεγνωσμέναις τοῖς ἀπεγνωσμένοις
    αιτιατική τοὺς ἀπεγνωσμένους τὰς ἀπεγνωσμένᾱς τὰ ἀπεγνωσμέν
     κλητική ! ἀπεγνωσμένοι ἀπεγνωσμέναι ἀπεγνωσμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπεγνωσμένω τὼ ἀπεγνωσμέν τὼ ἀπεγνωσμένω
      γεν-δοτ τοῖν ἀπεγνωσμένοιν τοῖν ἀπεγνωσμέναιν τοῖν ἀπεγνωσμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ἀπεγνωσμένος, -η, -ον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.