ανέλπιδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέλπιδος η ανέλπιδη το ανέλπιδο
      γενική του ανέλπιδου της ανέλπιδης του ανέλπιδου
    αιτιατική τον ανέλπιδο την ανέλπιδη το ανέλπιδο
     κλητική ανέλπιδε ανέλπιδη ανέλπιδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέλπιδοι οι ανέλπιδες τα ανέλπιδα
      γενική των ανέλπιδων των ανέλπιδων των ανέλπιδων
    αιτιατική τους ανέλπιδους τις ανέλπιδες τα ανέλπιδα
     κλητική ανέλπιδοι ανέλπιδες ανέλπιδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανέλπιδος < α- στερητικό + ελπίδα

Επίθετο

ανέλπιδος

  1. χωρίς ελπίδα
  2. ανέλπιστος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.