ανέλπιδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανέλπιδος | η | ανέλπιδη | το | ανέλπιδο |
| γενική | του | ανέλπιδου | της | ανέλπιδης | του | ανέλπιδου |
| αιτιατική | τον | ανέλπιδο | την | ανέλπιδη | το | ανέλπιδο |
| κλητική | ανέλπιδε | ανέλπιδη | ανέλπιδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανέλπιδοι | οι | ανέλπιδες | τα | ανέλπιδα |
| γενική | των | ανέλπιδων | των | ανέλπιδων | των | ανέλπιδων |
| αιτιατική | τους | ανέλπιδους | τις | ανέλπιδες | τα | ανέλπιδα |
| κλητική | ανέλπιδοι | ανέλπιδες | ανέλπιδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.