όντας

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈon.das/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: όντας

Ετυμολογία 1

όντας: η νεότερη, άκλιτη μετοχή του είμαι

Μετοχή

όντας άκλιτο

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ων
& όντας
η ούσα το ον
      γενική του όντος
& όντα
της ούσας
& ούσης*
του όντος
    αιτιατική τον όντα την ούσα το ον
     κλητική ων
& όντα
ούσα ον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι όντες οι ούσες τα όντα
      γενική των όντων των ουσών των όντων
    αιτιατική τους όντες τις ούσες τα όντα
     κλητική όντες ούσες όντα
Η αρχαία μετοχή ὤν, οὖσα, ὄν.
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
όντας, ων μετοχή ενεστώτα του ρήματος είμαι με νεότερες καταλήξεις: αρχαία ελληνική ὤν, γενική ὄντος μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εἰμί

Μετοχή

όντας, ούσα, ον

  • ων μορφή με νεότερες καταλήξεις
    όντας απαισιόδοξος, δεν ελπίζει σε τίποτα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 3

όντας < από το μεσαιωνικό ὄντα με κάποια επίδραση του όταν

Σύνδεσμος

όντας

  • (λαϊκότροπο) όταν, με άκλιτο τύπο, σχεδόν ως επίρρημα
    θα το δεις όντας τελειωμένο (θα το δεις όταν τελειώσει)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.