όντας
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈon.das/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐ντας
Ετυμολογία 1
- όντας: η νεότερη, άκλιτη μετοχή του είμαι
Μετοχή
όντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος είμαι
- ↪ Με φλέρταρε όντας ο άντρας μου μπροστά! (ενώ ήταν ο σύζυγος παρών, παρόντος του συζύγου)
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ων & όντας |
η | ούσα | το | ον |
| γενική | του | όντος & όντα |
της | ούσας & ούσης* |
του | όντος |
| αιτιατική | τον | όντα | την | ούσα | το | ον |
| κλητική | ων & όντα |
ούσα | ον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | όντες | οι | ούσες | τα | όντα |
| γενική | των | όντων | των | ουσών | των | όντων |
| αιτιατική | τους | όντες | τις | ούσες | τα | όντα |
| κλητική | όντες | ούσες | όντα | |||
| Η αρχαία μετοχή ὤν, οὖσα, ὄν. Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- όντας, ων μετοχή ενεστώτα του ρήματος είμαι με νεότερες καταλήξεις: αρχαία ελληνική ὤν, γενική ὄντος μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εἰμί
Μεταφράσεις
όντας
|
Ετυμολογία 3
- όντας < από το μεσαιωνικό ὄντα με κάποια επίδραση του όταν
Σύνδεσμος
όντας
Πηγές
- όντας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.