αντικατάσταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντικατάσταση | οι | αντικαταστάσεις |
| γενική | της | αντικατάστασης* | των | αντικαταστάσεων |
| αιτιατική | την | αντικατάσταση | τις | αντικαταστάσεις |
| κλητική | αντικατάσταση | αντικαταστάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αντικαταστάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντικατάσταση < ελληνιστική κοινή ἀντικατάστασις < αρχαία ελληνική ἀντικαθίστημι < ἀντί + καθίστημι < κατά + ἵστημι
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.kaˈta.sta.si/
Ουσιαστικό
αντικατάσταση θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αντικατάσταση
πληροφορική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.