αντιβασιλιάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντιβασιλιάς | οι | αντιβασιλιάδες |
| γενική | του | αντιβασιλιά | των | αντιβασιλιάδων |
| αιτιατική | τον | αντιβασιλιά | τους | αντιβασιλιάδες |
| κλητική | αντιβασιλιά | αντιβασιλιάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιβασιλιάς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντιβασιλεύς < ἀντί + αρχαία ελληνική βασιλεύς
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.