αναπληρωματική έκταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναπληρωματική έκταση οι αναπληρωματικές εκτάσεις
      γενική της αναπληρωματικής έκτασης
& αναπληρωματικής εκτάσεως
των αναπληρωματικών εκτάσεων
    αιτιατική τη αναπληρωματική έκταση τις αναπληρωματικές εκτάσεις
     κλητική αναπληρωματική έκταση αναπληρωματικές εκτάσεις
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναπληρωματική έκταση <  δείτε τις λέξεις αναπληρωματικός και έκταση, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Εrsatzdehnung

Πολυλεκτικός όρος

αναπληρωματική έκταση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.