ακατάρτιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακατάρτιστος | η | ακατάρτιστη | το | ακατάρτιστο |
| γενική | του | ακατάρτιστου | της | ακατάρτιστης | του | ακατάρτιστου |
| αιτιατική | τον | ακατάρτιστο | την | ακατάρτιστη | το | ακατάρτιστο |
| κλητική | ακατάρτιστε | ακατάρτιστη | ακατάρτιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακατάρτιστοι | οι | ακατάρτιστες | τα | ακατάρτιστα |
| γενική | των | ακατάρτιστων | των | ακατάρτιστων | των | ακατάρτιστων |
| αιτιατική | τους | ακατάρτιστους | τις | ακατάρτιστες | τα | ακατάρτιστα |
| κλητική | ακατάρτιστοι | ακατάρτιστες | ακατάρτιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.