ἀνεμόπτερον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀνεμόπτερον τὰ ἀνεμόπτερα
      γενική τοῦ ἀνεμοπτέρου τῶν ἀνεμοπτέρων
      δοτική τῷ ἀνεμοπτέρ τοῖς ἀνεμοπτέροις
    αιτιατική τὸ ἀνεμόπτερον τὰ ἀνεμόπτερα
     κλητική ! ἀνεμόπτερον ἀνεμόπτερα
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ἀνεμόπτερον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.