ιπτάμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιπτάμενος | η | ιπτάμενη | το | ιπτάμενο |
| γενική | του | ιπτάμενου | της | ιπτάμενης | του | ιπτάμενου |
| αιτιατική | τον | ιπτάμενο | την | ιπτάμενη | το | ιπτάμενο |
| κλητική | ιπτάμενε | ιπτάμενη | ιπτάμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιπτάμενοι | οι | ιπτάμενες | τα | ιπτάμενα |
| γενική | των | ιπτάμενων | των | ιπτάμενων | των | ιπτάμενων |
| αιτιατική | τους | ιπτάμενους | τις | ιπτάμενες | τα | ιπτάμενα |
| κλητική | ιπτάμενοι | ιπτάμενες | ιπτάμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιπτάμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος ίπταμαι
Μετοχή
ιπτάμενος, -η, -ο
- που πετάει
- ιπτάμενος δίσκος
- ο ιπτάμενος Ολλανδός
- (ως ουσιαστικό) ο αξιωματικός της αεροπορίας που πετάει σε αντίθεση με το προσωπικό εδάφους
Πολυλεκτικοί όροι
- ιπτάμενο δελφίνι: είδος ταχύπλοου επιβατηγού σκάφους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.