ανεβατός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεβατός η ανεβατή το ανεβατό
      γενική του ανεβατού της ανεβατής του ανεβατού
    αιτιατική τον ανεβατό την ανεβατή το ανεβατό
     κλητική ανεβατέ ανεβατή ανεβατό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεβατοί οι ανεβατές τα ανεβατά
      γενική των ανεβατών των ανεβατών των ανεβατών
    αιτιατική τους ανεβατούς τις ανεβατές τα ανεβατά
     κλητική ανεβατοί ανεβατές ανεβατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεβατός < ανεβαίνω

Επίθετο

ανεβατός

  • ανεβατό ψωμί

Σημειώσεις

  • το ανεβατό ως ουσιαστικό σημαίνει το μαλακό κοκκώδες υπόξινο και δίζως κόρα τυρί των Γρεβενών το οποίο σερβίρεται με κουτάλι
  • η ανεβατή ως ουσιαστικό είναι η γεμωτή, είδος κεντήματος με παράλληλες κολλητές βελονιές ώστε να μη φαίνεται το ύφασμα ούτε από την καλή ούτε από την ανάποδη


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.