παθητικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παθητικό τα παθητικά
      γενική του παθητικού των παθητικών
    αιτιατική το παθητικό τα παθητικά
     κλητική παθητικό παθητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παθητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παθητικός

Ουσιαστικό

παθητικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

παθητικό

Αναφορές

  1. Παπαδέας, Π., 2015. Διοικητική λογιστική, σελ.13. Πρόσβαση 2021-07-31.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.