ανάβαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάβαση οι αναβάσεις
      γενική της ανάβασης* των αναβάσεων
    αιτιατική την ανάβαση τις αναβάσεις
     κλητική ανάβαση αναβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάβαση < αρχαία ελληνική ἀνάβασις < ἀναβαίνω < βαίνω

Ουσιαστικό

ανάβαση θηλυκό

  1. ανέβασμα
  2. αναρρίχηση

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.