αναβίβαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναβίβαση οι αναβιβάσεις
      γενική της αναβίβασης* των αναβιβάσεων
    αιτιατική την αναβίβαση τις αναβιβάσεις
     κλητική αναβίβαση αναβιβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναβιβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβίβαση < αναβιβά(ζω) + -ση [1]

Ουσιαστικό

αναβίβαση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αναβίβαση -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «αναβιβασμός, αναβίβαση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.