αναποφάσιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναποφάσιστος η αναποφάσιστη το αναποφάσιστο
      γενική του αναποφάσιστου της αναποφάσιστης του αναποφάσιστου
    αιτιατική τον αναποφάσιστο την αναποφάσιστη το αναποφάσιστο
     κλητική αναποφάσιστε αναποφάσιστη αναποφάσιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναποφάσιστοι οι αναποφάσιστες τα αναποφάσιστα
      γενική των αναποφάσιστων των αναποφάσιστων των αναποφάσιστων
    αιτιατική τους αναποφάσιστους τις αναποφάσιστες τα αναποφάσιστα
     κλητική αναποφάσιστοι αναποφάσιστες αναποφάσιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναποφάσιστος < αν- (α- στερητικό) + (αποφασίζω) αποφασισ- + -τος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική indécis, irrésolu[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.poˈfa.si.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναποφάσιστος

Επίθετο

αναποφάσιστος

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αποφασίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.