αποφασισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποφασισμένος η αποφασισμένη το αποφασισμένο
      γενική του αποφασισμένου της αποφασισμένης του αποφασισμένου
    αιτιατική τον αποφασισμένο την αποφασισμένη το αποφασισμένο
     κλητική αποφασισμένε αποφασισμένη αποφασισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποφασισμένοι οι αποφασισμένες τα αποφασισμένα
      γενική των αποφασισμένων των αποφασισμένων των αποφασισμένων
    αιτιατική τους αποφασισμένους τις αποφασισμένες τα αποφασισμένα
     κλητική αποφασισμένοι αποφασισμένες αποφασισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποφασισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποφασίζω

Μετοχή

αποφασισμένος, αποφασισμένη, αποφασισμένο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.