αναποφασιστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναποφασιστικότητα | οι | αναποφασιστικότητες |
| γενική | της | αναποφασιστικότητας | των | αναποφασιστικοτήτων |
| αιτιατική | την | αναποφασιστικότητα | τις | αναποφασιστικότητες |
| κλητική | αναποφασιστικότητα | αναποφασιστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναποφασιστικότητα < αν- στερητικό + αποφασιστικότητα
Ουσιαστικό
αναποφασιστικότητα θηλυκό
- η έλλειψη αποφασιστικότητας, η αδυναμία κάποιου να πάρει αποφάσεις
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αναποφασιστικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.