επικείμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικείμενος η επικείμενη το επικείμενο
      γενική του επικείμενου της επικείμενης του επικείμενου
    αιτιατική τον επικείμενο την επικείμενη το επικείμενο
     κλητική επικείμενε επικείμενη επικείμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικείμενοι οι επικείμενες τα επικείμενα
      γενική των επικείμενων των επικείμενων των επικείμενων
    αιτιατική τους επικείμενους τις επικείμενες τα επικείμενα
     κλητική επικείμενοι επικείμενες επικείμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επικείμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπικείμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἐπίκειμαι (που βρίσκεται κοντά, είναι πιεστικός) με αλλαγή σημασίας κατά το επίκειται < κεῖμαι.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + κείμενος.

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈci.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επικείμενος

Μετοχή

επικείμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

  • που πρόκειται να συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα
    Ο σκηνοθέτης δήλωσε ενθουσιασμένος με την επικείμενη συνεργασία του με τη γνωστή ηθοποιό.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.