προσδοκώμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσδοκώμενος | η | προσδοκώμενη | το | προσδοκώμενο |
| γενική | του | προσδοκώμενου | της | προσδοκώμενης | του | προσδοκώμενου |
| αιτιατική | τον | προσδοκώμενο | την | προσδοκώμενη | το | προσδοκώμενο |
| κλητική | προσδοκώμενε | προσδοκώμενη | προσδοκώμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσδοκώμενοι | οι | προσδοκώμενες | τα | προσδοκώμενα |
| γενική | των | προσδοκώμενων | των | προσδοκώμενων | των | προσδοκώμενων |
| αιτιατική | τους | προσδοκώμενους | τις | προσδοκώμενες | τα | προσδοκώμενα |
| κλητική | προσδοκώμενοι | προσδοκώμενες | προσδοκώμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσδοκώμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος προσδοκώμαι > αρχαία ελληνική προσδοκάω και προσδοκέω (ιωνικός τύπος)
Μετοχή
προσδοκώμενος, -η, -ο
- (για πράγματα) που τον προσδοκούν, περιμένουν, ελπίζοντας ότι θα συμβεί, θα γίνει, θα πραγματοποιηθεί
- οι προσπάθειές μας δεν έφεραν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.