αναμένεται
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.naˈme.ne.te/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐μέ‐νε‐ται
- ομόηχο: αναμένετε
Ρήμα
αναμένεται, πρτ.: αναμενόταν (απρόσωπο ρήμα) στο τρίτο πρόσωπο ενικού
- περιμένουμε να συμβεί
- ↪ αναμένεται να φτάσει από στιγμή σε στιγμή
- ↪ Μετά την υπογραφή συνθηκών αναμένεται να επικρατήσει ειρήνη. Δεν αναμένεται ξέσπασμα πολέμου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.