αναιμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναιμικός | η | αναιμική | το | αναιμικό |
| γενική | του | αναιμικού | της | αναιμικής | του | αναιμικού |
| αιτιατική | τον | αναιμικό | την | αναιμική | το | αναιμικό |
| κλητική | αναιμικέ | αναιμική | αναιμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναιμικοί | οι | αναιμικές | τα | αναιμικά |
| γενική | των | αναιμικών | των | αναιμικών | των | αναιμικών |
| αιτιατική | τους | αναιμικούς | τις | αναιμικές | τα | αναιμικά |
| κλητική | αναιμικοί | αναιμικές | αναιμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναι‐μι‐κός
- ομόηχο: ανεμικός
Επίθετο
αναιμικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την αναιμία
- που πάσχει από αναιμία
- (μεταφορικά) ο αδύναμος
- ≈ συνώνυμα: άτονος, υποτονικός
- (μεταφορικά) ο αδύνατος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αναιμικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.