αναιμικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αναιμικά
<
αναιμικός
+
-ά
Επίρρημα
αναιμικά
με
αναιμικό
τρόπο
Συγγενικά
→
δείτε
τις
λέξεις
αναιμικός
και
αίμα
Μεταφράσεις
αναιμικά
αγγλικά
:
faintly
(en)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αναιμικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
αναιμικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.