αναιμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναιμία | οι | αναιμίες |
| γενική | της | αναιμίας | των | αναιμιών |
| αιτιατική | την | αναιμία | τις | αναιμίες |
| κλητική | αναιμία | αναιμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναιμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναιμία < α- στερητικό + αἷμα
Ουσιαστικό
αναιμία θηλυκό
- (ιατρική) η ελάττωση των αιμοσφαιρίων κάτω από το κανονικό επίπεδο, δημιουργώντας έτσι παθογόνο κατάσταση
- η μείωση του όγκου της αιμοσφαιρίνης.
Σημειώσεις
- η αναιμία ανάλογα του παθογόνου αιτίου δημιουργίας της ή εκ της συνέπειας λαμβάνει επιμέρους χαρακτηρισμό, π.χ. σιδηροπενική, μεγαλοβλαστική, απλαστική, αιμολυτική αναιμία κ.ά.
Παράγωγα
Συγγενικά
|
Μεταφράσεις
αναιμία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.