υποτονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποτονικός | η | υποτονική | το | υποτονικό |
| γενική | του | υποτονικού | της | υποτονικής | του | υποτονικού |
| αιτιατική | τον | υποτονικό | την | υποτονική | το | υποτονικό |
| κλητική | υποτονικέ | υποτονική | υποτονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποτονικοί | οι | υποτονικές | τα | υποτονικά |
| γενική | των | υποτονικών | των | υποτονικών | των | υποτονικών |
| αιτιατική | τους | υποτονικούς | τις | υποτονικές | τα | υποτονικά |
| κλητική | υποτονικοί | υποτονικές | υποτονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
υποτονικός, -ή, -ό
- που δεν έχει ένταση ή ενδιαφέρον
- (ιατρική) που σχετίζεται με την υποτονία
- (συνεκδοχικά) που πάσχει από υποτονία
- (χημεία) χαρακτηρισμός διαλύματος που έχει μικρότερη ωσμωτική πίεση από κάποιο άλλο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.