αναγνωριστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναγνωριστικός | η | αναγνωριστική | το | αναγνωριστικό |
| γενική | του | αναγνωριστικού | της | αναγνωριστικής | του | αναγνωριστικού |
| αιτιατική | τον | αναγνωριστικό | την | αναγνωριστική | το | αναγνωριστικό |
| κλητική | αναγνωριστικέ | αναγνωριστική | αναγνωριστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναγνωριστικοί | οι | αναγνωριστικές | τα | αναγνωριστικά |
| γενική | των | αναγνωριστικών | των | αναγνωριστικών | των | αναγνωριστικών |
| αιτιατική | τους | αναγνωριστικούς | τις | αναγνωριστικές | τα | αναγνωριστικά |
| κλητική | αναγνωριστικοί | αναγνωριστικές | αναγνωριστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναγνωριστικός < (ελληνιστική κοινή) ἀναγνωριστικός < αρχαία ελληνική ἀναγνωρίζω < γνωρίζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃-
Επίθετο
αναγνωριστικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται, συμβάλλει ή οδηγεί στην αναγνώριση· που είναι ικανός ή κατάλληλος για αναγνώριση
Συγγενικά
- αναγνωριστικά
- → δείτε τις λέξεις αναγνωρίζω και γνώση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.