αναγέννηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναγέννηση οι αναγεννήσεις
      γενική της αναγέννησης* των αναγεννήσεων
    αιτιατική την αναγέννηση τις αναγεννήσεις
     κλητική αναγέννηση αναγεννήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναγεννήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναγέννηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναγέννη(σις) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε ανα- + γέννηση.
για τη βιολογία < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική rebirth[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naˈʝe.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναγέννηση

Ουσιαστικό

αναγέννηση θηλυκό

  1. η νέα γέννηση ή η εκ νέου δημιουργία
  2. περίοδος ανάκαμψης και αναμόρφωσης, μετά από περίοδο παρακμής
  3. (ειδικότερα) για την ευρωπαϊκή ιστορία  δείτε τη λέξη Αναγέννηση
  4. (βιολογία) αναπλήρωση τμημάτων οργανισμού που έχουν ακρωτηριαστεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.