αναγέννηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναγέννηση | οι | αναγεννήσεις |
| γενική | της | αναγέννησης* | των | αναγεννήσεων |
| αιτιατική | την | αναγέννηση | τις | αναγεννήσεις |
| κλητική | αναγέννηση | αναγεννήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναγεννήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναγέννηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναγέννη(σις) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε ανα- + γέννηση.
- για τη βιολογία < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική rebirth[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.naˈʝe.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐γέν‐νη‐ση
Ουσιαστικό
αναγέννηση θηλυκό
- η νέα γέννηση ή η εκ νέου δημιουργία
- περίοδος ανάκαμψης και αναμόρφωσης, μετά από περίοδο παρακμής
- (ειδικότερα) για την ευρωπαϊκή ιστορία → δείτε τη λέξη Αναγέννηση
- (βιολογία) αναπλήρωση τμημάτων οργανισμού που έχουν ακρωτηριαστεί
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αναγέννηση
|
Αναφορές
- αναγέννηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.