αναγεννητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναγεννητικός | η | αναγεννητική | το | αναγεννητικό |
| γενική | του | αναγεννητικού | της | αναγεννητικής | του | αναγεννητικού |
| αιτιατική | τον | αναγεννητικό | την | αναγεννητική | το | αναγεννητικό |
| κλητική | αναγεννητικέ | αναγεννητική | αναγεννητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναγεννητικοί | οι | αναγεννητικές | τα | αναγεννητικά |
| γενική | των | αναγεννητικών | των | αναγεννητικών | των | αναγεννητικών |
| αιτιατική | τους | αναγεννητικούς | τις | αναγεννητικές | τα | αναγεννητικά |
| κλητική | αναγεννητικοί | αναγεννητικές | αναγεννητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναγεννητικός < (ελληνιστική κοινή) ἀναγεννητικός < ἀναγεννάω < αρχαία ελληνική γεννάω / γεννῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική régénérateur)
Επίθετο
αναγεννητικός, -ή, -ό
- που συντελεί στην αναγέννηση ή την προκαλεί
- Πρόκειται για ολοκληρωτική «μεταμόρφωση» ενός ενηλίκου κυττάρου η οποία αναμένεται να φέρει επανάσταση στον τομέα της αναγεννητικής ιατρικής: επιστήμονες μετέτρεψαν για πρώτη φορά έναν τύπο ενηλίκου κυττάρου σε έναν άλλο καταργώντας την ανάγκη για χρήση βλαστικών κυττάρων. (*)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.