Αναγέννηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αναγέννηση
      γενική της Αναγέννησης*
    αιτιατική την Αναγέννηση
     κλητική Αναγέννηση
* παλιότερος λόγιος τύπος, Αναγεννήσεως
Δείτε και αναγέννηση.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αναγέννηση < αναγέννηση, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική Renaissance [1]

Ουσιαστικό

Αναγέννηση θηλυκό

  1. (ευρωπαϊκή ιστορία) η ιστορική περίοδος του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, μετά το τέλος του Μεσαίωνα (15ος αιώνας) έως το τέλος του 16ου αιώνα, η οποία χαρακτηρίζεται από την ανανέωση των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών, υπό την επιρροή της κλασικής (ελληνικής και ρωμαϊκής) αρχαιότητας
  2. (γενικότερα)  δείτε τη λέξη αναγέννηση

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αναγέννηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.