ακρωτηριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακρωτηριάζω < αρχαία ελληνική ἀκρωτηριάζω
Ρήμα
ακρωτηριάζω, παθητικό: ακρωτηριάζομαι, παθητική μετοχή: ακρωτηριασμένος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.