αναγεννήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αναγεννήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγεννώ
  2. θα αναγεννήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγεννώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αναγεννήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναγέννηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.