αναγεννησιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναγεννησιακός η αναγεννησιακή το αναγεννησιακό
      γενική του αναγεννησιακού της αναγεννησιακής του αναγεννησιακού
    αιτιατική τον αναγεννησιακό την αναγεννησιακή το αναγεννησιακό
     κλητική αναγεννησιακέ αναγεννησιακή αναγεννησιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναγεννησιακοί οι αναγεννησιακές τα αναγεννησιακά
      γενική των αναγεννησιακών των αναγεννησιακών των αναγεννησιακών
    αιτιατική τους αναγεννησιακούς τις αναγεννησιακές τα αναγεννησιακά
     κλητική αναγεννησιακοί αναγεννησιακές αναγεννησιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναγεννησιακός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αναγεννησιακός -ή -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.