ανάκαμψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάκαμψη οι ανακάμψεις
      γενική της ανάκαμψης* των ανακάμψεων
    αιτιατική την ανάκαμψη τις ανακάμψεις
     κλητική ανάκαμψη ανακάμψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακάμψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάκαμψη < αρχαία ελληνική ἀνάκαμψις

Ουσιαστικό

ανάκαμψη θηλυκό (ο πληθυντικός δόκιμος κυρίως για το γυμναστικό παράγγελμα)

  1. κάμψη, στροφή ή αναστροφή προς τα πάνω ή προς τα πίσω
  2. (κατ’ επέκταση) μετάβαση σε μία καλύτερη κατάσταση ύστερα από προηγούμενη πτώση ή κάμψη
    η οικονομική ανάκαμψη μιας επιχείρησης δεν γίνεται με περικοπές και "αλληλούια"
  3. (ειδικότερα) γυμναστικό παράγγελμα για να ανασηκωθούν τα χέρια και να λυγίσουν ώστε να έρθουν οι παλάμες (με πλεγμένα τα δάχτυλα των δύο χεριών) στον αυχένα

Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

  • παρουσιάζω ανάκαμψη
  • σε φάση ανάκαμψης
  • σημειώνω ανάκαμψη

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ανάκαμψη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.