μισαναπηρισμός
| Παρακολούθηση νεολογισμού • Βικιλεξικό:Κριτήρια συμπερίληψης • Αυτή η σελίδα μπήκε στην Κατηγορία Νεολογισμοί που χρειάζονται έλεγχο Παρατηρήσεις και υπογραφή: Χρειάζεται και άλλα παραθέματα. ‑‑Sarri.greek ♫ | 11:00, 20 Μαρτίου 2023 (UTC) |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μισαναπηρισμός | οι | μισαναπηρισμοί |
| γενική | του | μισαναπηρισμού | των | μισαναπηρισμών |
| αιτιατική | τον | μισαναπηρισμό | τους | μισαναπηρισμούς |
| κλητική | μισαναπηρισμέ | μισαναπηρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μισαναπηρισμός < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; Μορφολογικά αναλύεται σε (μισώ) μισ- + αναπηρισμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.sa.na.pi.riˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σα‐να‐πη‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό
μισαναπηρισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) η τάση να θεωρεί κάποιος τους αναπήρους κατώτερους και να τους οδηγεί σε αποκλεισμούς
- ※ Το ότι οι δημιουργοί κατά κανόνα δεν δίνουν ρόλους που έχουν χαρακτηριστικά γοητείας, ομορφιάς, έλξης κ.λπ. σε ανάπηρες ηθοποιούς δεν είναι επίσης μια έμμεση έκφανση μισαναπηρισμού; (08.01.2023)
- αρτιμελισμός
Μεταφράσεις
μισαναπηρισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.