ἀνάπηρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀνάπηρος | τὸ | ἀνάπηρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀναπήρου | τοῦ | ἀναπήρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀναπήρῳ | τῷ | ἀναπήρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀνάπηρον | τὸ | ἀνάπηρον | ||
| κλητική ὦ! | ἀνάπηρε | ἀνάπηρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀνάπηροι | τὰ | ἀνάπηρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀναπήρων | τῶν | ἀναπήρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀναπήροις | τοῖς | ἀναπήροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀναπήρους | τὰ | ἀνάπηρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀνάπηροι | ἀνάπηρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀναπήρω | τὼ | ἀναπήρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀναπήροιν | τοῖν | ἀναπήροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀνάπηρος < ἀνά- + πηρός
Παράγωγα
- ἀναπηρία
- ἀναπηρόβιος
- ἀναπηρόω, ἀναπηρόομαι
- ἀναπήρως
- ἀναπηρτισμένως
- παναπηρής
Πηγές
- ἀνάπηρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνάπηρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.