ἀνάπηρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀνάπηρος τὸ ἀνάπηρον
      γενική τοῦ/τῆς ἀναπήρου τοῦ ἀναπήρου
      δοτική τῷ/τῇ ἀναπήρ τῷ ἀναπήρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀνάπηρον τὸ ἀνάπηρον
     κλητική ! ἀνάπηρε ἀνάπηρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀνάπηροι τὰ ἀνάπηρ
      γενική τῶν ἀναπήρων τῶν ἀναπήρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀναπήροις τοῖς ἀναπήροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀναπήρους τὰ ἀνάπηρ
     κλητική ! ἀνάπηροι ἀνάπηρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀναπήρω τὼ ἀναπήρω
      γεν-δοτ τοῖν ἀναπήροιν τοῖν ἀναπήροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀνάπηρος < ἀνά- + πηρός

Επίθετο

ἀνάπηρος, -ος, -ον (χωρίς παραθετικά)

Παράγωγα

  • ἀναπηρία
  • ἀναπηρόβιος
  • ἀναπηρόω, ἀναπηρόομαι
  • ἀναπήρως
  • ἀναπηρτισμένως
  • παναπηρής

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.