αρτιμελής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρτιμελής | η | αρτιμελής | το | αρτιμελές |
| γενική | του | αρτιμελούς* | της | αρτιμελούς | του | αρτιμελούς |
| αιτιατική | τον | αρτιμελή | την | αρτιμελή | το | αρτιμελές |
| κλητική | αρτιμελή(ς) | αρτιμελής | αρτιμελές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρτιμελείς | οι | αρτιμελείς | τα | αρτιμελή |
| γενική | των | αρτιμελών | των | αρτιμελών | των | αρτιμελών |
| αιτιατική | τους | αρτιμελείς | τις | αρτιμελείς | τα | αρτιμελή |
| κλητική | αρτιμελείς | αρτιμελείς | αρτιμελή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρτιμελής < αρχαία ελληνική ἀρτιμελής < ἄρτιος + μέλος, μορφολογικά αναλύεται άρτι(ος) + -μελής
Επίθετο
αρτιμελής -ής, -ές
- που έχει όλα τα μέλη του σώματός του ακέραια
- βγήκε από το ατύχημα σώος και αρτιμελής
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αρτιμελής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.