καταδρομικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταδρομικός η καταδρομική το καταδρομικό
      γενική του καταδρομικού της καταδρομικής του καταδρομικού
    αιτιατική τον καταδρομικό την καταδρομική το καταδρομικό
     κλητική καταδρομικέ καταδρομική καταδρομικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταδρομικοί οι καταδρομικές τα καταδρομικά
      γενική των καταδρομικών των καταδρομικών των καταδρομικών
    αιτιατική τους καταδρομικούς τις καταδρομικές τα καταδρομικά
     κλητική καταδρομικοί καταδρομικές καταδρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1

καταδρομικός < καταδρομ(ή) + -ικός

Επίθετο

καταδρομικός

  1. που έχει σχέση με τις καταδρομές ή που χρησιμοποιείται γι' αυτές
    καταδρομικές επιχειρήσεις, καταδρομικά πλοία
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καταδρομικό

Συγγενικά

Ετυμολογία 2

καταδρομικός < κατάδρομ(ος) + -ικός

Επίθετο

καταδρομικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.