αναγνωσιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναγνωσιμότητα | οι | αναγνωσιμότητες |
| γενική | της | αναγνωσιμότητας | των | αναγνωσιμοτήτων |
| αιτιατική | την | αναγνωσιμότητα | τις | αναγνωσιμότητες |
| κλητική | αναγνωσιμότητα | αναγνωσιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναγνωσιμότητα < από το επίθετο αναγνώσιμος + κατάληξη -ότητα
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.γno.siˈmo.ti.ta/
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αναγνωσιμότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.