lecture

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
lecture lectures

Ετυμολογία

lecture < λατινική lectura

Ουσιαστικό

lecture (en)

  1. η διάλεξη, μια ομιλία σχετική με ένα επιστημονικό θέμα
  2. (κατ’ επέκταση) η πανεπιστημιακή παράδοση



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

lecture < μεσαιωνική λατινική lectura

Προφορά

 

Ουσιαστικό

lecture (fr) θηλυκό

  1. η ανάγνωση
  2. το διάβασμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.