αναγνωσματάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αναγνωσματάριο | τα | αναγνωσματάρια |
| γενική | του | αναγνωσματάριου & αναγνωσματαρίου |
των | αναγνωσματάριων & αναγνωσματαρίων |
| αιτιατική | το | αναγνωσματάριο | τα | αναγνωσματάρια |
| κλητική | αναγνωσματάριο | αναγνωσματάρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναγνωσματάριο < αναγνώσματ(ος) + -άριο, (καθαρεύουσα) ἀναγνωσματάριον [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.ɣno.zmaˈta.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐γνω‐σμα‐τά‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
αναγνωσματάριο ουδέτερο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αναγνωσματάριο
|
Αναφορές
- αναγνωσματάριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αναγνωσματάριο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.